- πρόλογοι
- πρόλογοςprologue of a playmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τζέιμς, Χένρι — (James, Νέα Υόρκη 1843 – Λονδίνο 1916). Αμερικανός συγγραφέας, αδελφός του φιλόσοφου Γουίλιαμ Τζέιμς. Η περιουσία που είχε συγκεντρώσει ο παππούς από τον πατέρα του, ιρλανδικής καταγωγής, του επέτρεψε άνετη ζωή. Σπούδασε στην Ευρώπη όπου έμεινε… … Dictionary of Greek
Μαστροδημήτρης, Παναγιώτης — (Μαντούδι Εύβοιας 1934 –). Φιλόλογος, πανεπιστημιακός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας (1970). Σταδιοδρόμησε αρχικά ως καθηγητής σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης και από το … Dictionary of Greek
Μενέντεθ ι Πελάγιο, Μαρθελίνο — (Marcelino Menendez y Pelayo, Σανταντέρ 1856 – 1912). Ισπανός κριτικός, φιλόλογος και ιστορικός. Σε ηλικία 22 μόλις ετών κατέλαβε την έδρα της φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Ανέλαβε σύντομα τη διεύθυνση της Εθνικής βιβλιοθήκης της… … Dictionary of Greek
Μομφερράτος, Αντώνιος — (Ναύπλιο 1852 – Αθήνα 1924). Πολιτικός. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (Δικαιοσύνης το 1898, Παιδείας το 1902, Εξωτερικών το 1916) και το 1911 έγινε καθηγητής του αστικού δικαίου στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek
Ντιβάλ, Αλεξάντρ — (Alexandre Vincent Pineux Duval, Ρεν 1767 – Παρίσι 1842). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια περιπετειώδη νεότητα βρήκε το αληθινό του πάθος στο θέατρο, στο οποίο αφιέρωσε μια σειρά άρτια θεατρικά έργα, αν και η φλέγουσα επικαιρότητα των … Dictionary of Greek
Παλαμάς, Κωστής — (Πάτρα 1859 – Aθήνα 1943). Έλληνας ποιητής. Από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου, γεννήθηκε στην Πάτρα, όπου τελείωσε και το γυμνάσιο, ορφάνεψε νωρίς από μητέρα και πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, που πάντα το θεωρούσε πραγματική… … Dictionary of Greek
Πολυλάς, Ιάκωβος — (Κέρκυρα 1826 – 1896). Έλληνας κριτικός και πολιτικός. Ιδιωτικοί λόγοι τον υποχρέωσαν, όταν ακόμα ήταν νέος, να μείνει για ένα διάστημα στην Ιταλία (1852 1854), όπου βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τη λογοτεχνική ζωή και τη φιλολογία. Μελέτησε … Dictionary of Greek
Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ — (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884… … Dictionary of Greek